- λιλά
- το1. το χρώμα τής βιολέτας, το ιώδες, το μενεξεδί, το μοβ2. ως επίθ. ιώδης, μενεξεδής, μοβ.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. lilas < αραβ. laylak, līlak < περσ. nīlak «γαλαζωπός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιλά — επίθ., άκλ. (λ. γαλλ.), αυτός που έχει το χρώμα μενεξέ ή βιολέτας, ο ιώδης: Στο καπέλο της είχε μια λιλά κορδέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουκαμβίλια — (bouqainvillea). Γένος αναρριχώμενων ξυλωδών θάμνων της οικογένειας των νυκταγινιδών (δικοτυλήδονα) με 12 είδη, από τα οποία σπουδαιότερα είναι η β. η ευειδής και η β. η λεία. Η καλλιέργεια και η διάδοση της πρώτης έχει σταματήσει πριν από πολλά… … Dictionary of Greek
Lila — ist ein weiblicher Vorname.[1] Inhaltsverzeichnis 1 Herkunft und Bedeutung 2 Bekannte Namensträgerinnen 2.1 Vorname 2.2 … Deutsch Wikipedia
Lila Marangou — (griechisch Ευαγγελία „Λίλα“ Μαραγκού Evangelia „Lila“ Marangou) (* 1938) ist eine griechische klassische Archäologin. Sie promovierte 1969 in Tübingen mit der Arbeit „Lakonische Elfenbein und Beinschnitzereien“. Sie lehrt als Professorin an … Deutsch Wikipedia
διπλόταξη — η φυτό τής οικογένειας τών σταυρανθών, με άνθη κίτρινα, λευκά ή λιλά, που φυτρώνει στ αμπέλια … Dictionary of Greek
λαντάνα — (Lantana camara). Είδος δικοτυλήδονου φυτού της οικογένειας verbenaceae, ιθαγενές της τροπικής Αμερικής. Πρόκειται για αειθαλή θάμνο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από αδρότριχους βλαστούς με αντίθετα, τραχέα, οδοντωτά και με βαρύ άσχημο άρωμα φύλλα.… … Dictionary of Greek
μελιτζανής — και μελιντζανής, ιά, ί [μελιτζάνα] 1. αυτός που έχει το χρώμα τής μελιτζάνας 2. το ουδ. ως ουσ. το μελιτζανί το χρώμα τής μελιτζάνας, βαθύ μοβ, λιλά («φόρεμα μελιτζανί») 3. το θηλ. ως ουσ. η μελιτζανιά το φυτό μελιτζάνα … Dictionary of Greek
μοσχομπίζελο — Κοινή ονομασία του ετήσιου δικοτυλήδονου φυτού Lathyrus nissolia, της οικογένειας των ψυχανθών. Το μ. έχει μακρύ, λεπτό, συχνά αναρριχώμενο βλαστό, που μπορεί να ξεπερνά το 1,50 μ. σε ύψος. Τα φύλλα του είναι σύνθετα και καταλήγουν σε έλικες, με… … Dictionary of Greek
νυχτολούλουδο — Κοινή ονομασία φυτών των οποίων τα άνθη ανοίγουν τη νύχτα και κλείνουν την ημέρα. Τέτοιο φυτό είναι η μιράμπιλις η γιαλάπα, που λέγεται επίσης και δειλινό. Είναι θαμνόμορφη κονδυλόρριζη πόα, ύψους 50 80 εκ. και κατάγεται από το Περού. Έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
σόγια — (σόγια η αδρότριχη = γλυκίνη η αδρότριχη). Φυτό της οικογένειας των Ψυχανθών ή Παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από τις ανατολικές περιοχές της Ασίας· καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στην Κίνα, Ιαπωνία, Μαντζουρία, Βιετνάμ και καλλιεργείται … Dictionary of Greek